νανουριστικός

νανουριστικός
-ή, -ό
αυτός που μοιάζει με νανούρισμα ή είναι κατάλληλος για νανούρισμα: Νανουριστικό τραγούδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νανουριστικός — ή, ό [νανουριστός] 1. αυτός που μοιάζει με νανούρισμα, που νανουρίζει 2. αυτός που είναι κατάλληλος για νανούρισμα, για να αποκοιμίζει. επίρρ... νανουριστικά με νανουριστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • κατακοιμητικός — ή, ό (Α κατακοιμητικός, ή, όν) [κατακοιμητής] ο κατάλληλος να φέρνει βαθύ ύπνο, ο αποκοιμητικός, ο νανουριστικός («κατακοιμητικό άσμα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”